- ἐμφρονώδης
- ἐμφρονώδης, ες,A showing intelligence, Hp.Epid.7.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφρονώδης — ἐμφρονώδης, ες (Α) συνετός, φρόνιμος, νοήμων … Dictionary of Greek
ἐμφρονώδεες — ἐμφρονώδης showing intelligence masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)